Πρωί Σαββάτου υποφέρω από ταπηροκρανίαση. Κάτσε να σου εξηγήσω γιατί. Πρωί Σαββάτου, κάθε πρωί Σαββάτου, όπως παλιότερα πηγαίναμε στα δισκάδικα για μουσικές, τώρα ανοίγω τα feeds μου και διαβάζω τις προτάσεις των μουσικών μπλογκ. Αυτό εξ ορισμού, καταλαβαίνεις, είναι λίγο οξύμωρο. Για τον ίδιο λόγο, έχω σταματήσει εδώ και χρόνια να διαβάζω μουσικά περιοδικά. Εμένα μ’ ενδιαφέρει η μουσική. Τη μουσική την ακούς. Δεν τη διαβάζεις. Χώρια που στην προ-ίντερνετ εποχή η εξουσία του μουσικογραφιά ήταν απεριόριστη. Ο καθένας απ’ αυτούς έβγαζε τις εμμονές του στα κείμενα και τις δισκοκριτικές του. Σήμερα όμως, χάρη στα όχι και τόσο νέα πια μέσα, οι σχετικές με τη μουσική λέξεις καθίστανται άνευ σημασίας. Εχεις τη δυνατότητα πια να την ακούσεις τη μουσική, αντί να διαβάζεις για αυτήν. Αρα έχεις τη δυνατότητα της αδιαμεσολάβητης επαφής με το έργο τέχνης, χωρίς το φίλτρο, την καθοδήγηση του ειδικού, του μουσικοκριτικού. Απ’ τους γνώστες, διότι σαφώς υπάρχουν άνθρωποι που (λόγω επαγγέλματος, περισσότερου ελεύθερου χρόνου ή μεγαλύτερης κάβλας ή και τέλος πάντων πιο καλλιεργημένου μουσικού αισθητηρίου) γνωρίζουν περισσότερα πράγματα για τη μουσική από εμένα, αναμένω να μου υποδεικνύουν τι κυκλοφορεί εκεί έξω, στον ωκεανό της μουσικής, αλλά παρακαλώ να λείπουν τα καλολογικά στοιχεία, δεν με νοιάζει η ανάλυσή τους – μου αρκεί ένα «άκουσα αυτό και με άρεσε, πήγαινε στο μπαντκαμπ, στο γιουτιούμπ, στο μάησπέης, στο σάουντκλάουντ και άκουσέ το κι εσύ». Όλα τα άλλα είναι βαρετά κι ελαφρώς αυτάρεσκα. Αν έχεις ταλέντο στην πένα, γράψε μυθιστόρημα ρε μεγάλε, όχι δισκοκριτικές. Χώρια που συχνά αυτές οι δισκοκριτικές είναι τόσο μα τόσο παραπλανητικές: διαβάζεις διθυράμβους, σε λούζει κρύος ιδρώτας που δεν το πήρες πρέφα το διαμαντάκι της χρονιάς, ψάχνεις, ακούς και έρχεσαι αντιμέτωπος με μια μαλακία και μισή. Ετι χειρότερο, η άστοχη χρήση φράσεων και κοσμητικών επιθέτων για τη μουσική. Αταίριαστες φανταχτερές λέξεις πεταμένες στη σειρά εν είδει εντυπωσιασμού. Διπλό το πλήγμα έτσι: και για τη μουσική αλλά και για τη γλώσσα, τη γραφή.
Ομοίως, για να καταλάβεις, γιατί ενδεχομένως το κόλλημα να είναι δικό μου, δεν μιλάω ποτέ για τη μουσική. Το έκανα παλιότερα και δεν με πλησίαζε γκόμενα ούτε για δείγμα. Ειδικά όταν πρόκειται για περιπτώσεις μουσικομαχίας, το βάζω στα πόδια. Πόσο ηλίθιο είναι να ερίζεις για το αν ο χι δίσκος είναι καλός ή όχι; Για το αν τα δικά μου ακούσματα είναι καλύτερα απ’ τα δικά σου ή όχι; Είναι καλύτερος ένας δίσκος από έναν άλλον; Γιατί; Ποια είναι τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά που προσδίδουν μεγαλύτερη αξία σ’ έναν δίσκο;
Η διαχρονικότητα; Πφ… Διαχρονικός είναι ο Μπετόβεν, είναι ο Τσάρλι Πάρκερ, οι Μπιτλς, οι Ζέπελιν, οι Φλόιντ, ο Λοΐζος, η Χαρούλα Αλεξίου, ο Νταλάρας, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης. Αλλοι διαχρονικοί μουσικοί υπάρχουν πχ στη Λατινική Αμερική κι άλλοι στην Ευρώπη. Στη Λ.Αμερική διαχρονικοί είναι ο Σίλβιο Ροντρίγκεζ και ο Λεόν Γιέγο. Ποιος τους ξέρει στην Ευρώπη;
Η… δεξιοτεχνία; Εδώ γελάμε. Αν η μουσικη ήταν ζήτημα ικανοτήτων και δεξιοτεχνίας θα έπρεπε να ακούμε μόνο κλασική μουσική και όπερα, άντε και κάνα προγκ ροκ, ενώ ο Ντίλαν και οι πάνκηδες θα έπρεπε να εξοριστούν στη μουσικη Σιβηρία.
Τέλος πάντων, είναι πολύ πιθανό αύριο το πρωί να ξυπνήσω και πάλι στραβά, αλλά απ’ την άλλη μεριά, και να διαβάσω αυτές τις αράδες, να πω «τι μαλακίες γράφεις ρε ΠάνωΚ» και να κάτσω να γράψω έναν λίβελο εναντίον μου.